-
1 συνεκτικός
A fit for holding together,ἡ τῶν ὅλων σ. αἰτία Arist.Mu. 397b9
; τὸ ς. Plu.2.735f; τὸ ἐν ἑνὶ πάντων ς. Jul.Or.4.135c;σ. τόνος Plu.2.946c
; σ. αἴτιον, in Stoic Philos., οὗ παρόντος μένει τὸ ἀποτέλεσμα καὶ αἰρομένου αἴρεται, Stoic.2.121, cf. 273; σ. αἰτία ib.144;σ. αἴτιον νοσήματος Gal.15.111
;σ. δύναμις Id.7.525
, cf. 1.85, 9.2, Sor.2.3; τὰ σ. τῶν λόγων the essence of the argument, A.D. Adv.141.21; τὸ -κώτατον δόγμα the most essential.., Ph.1.283; - κώτατα the most essential doctrines, Iamb.VP32.226;- κώτατον κεφάλαιον Vett.Val.172.28
; σ. τᾶς σωφροσύνας Phintys ap.Stob.4.23.61 ([comp] Sup.); of the soul, σ. ἑαυτῆς self- maintaining, Hierocl.p.29 A.; v. συνακτικός 1.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνεκτικός
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский